- προσκρούσματα
- πρόσκρουσμαthat against which one strikesneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόσκρουσμα — ούσματος και πρόσκρουμα, θύματος, τὸ, ΜΑ [προσκρούω] 1. αυτό πάνω στο οποίο προσκρούει κανείς, εμπόδιο, κώλυμα 2. κρούση, χτύπημα 3. μτφ. α) ηθική σύγκρουση, δυσαρέσκεια («ἡ γὰρ ἐξ ἀρχῆς ἔχθρα καὶ τὰ προσκρούσματα ἐκεῑθεν ἡμῑν συνέβη», Δημοσθ.)… … Dictionary of Greek